- σατυρικός
- (I)-ή, -ό / σατυρικός, -ή, -όν, ΝΑ [Σάτυρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε Σάτυρο2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σατυρικό δράμα3. φρ. «σατυρικό δράμα» — το τέταρτο και τελευταίο κατά σειρά δράμα, μετά από τις τρεις τραγωδίες, με το οποίο έκλειναν οι δραματικοί αγώνες τών Διονυσίων τής Αθήνας, που αποσκοπούσε στην ανακούφιση τών θεατών από τις ισχυρές συγκινήσεις τις οποίες είχαν δοκιμάσει κατά την παράσταση τών τραγωδιών και τού οποίου ο χορός απαρτιζόταν από ηθοποιούς μεταμφιεσμένους σε σατύρουςμσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυρικήη σατυρική ποίησηαρχ.1. όμοιος με Σάτυρο2. το ουδ. ως ουσ. τo σατυρικόντο σατυρικό δράμα.————————(II)-ή, -ό, Νεσφαλμένη γραφή αντί τού σατιρικός.
Dictionary of Greek. 2013.